Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτάρνυμαι
πτάσσω
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτερνισμός
πτερνιστής
View word page
πτερίδιος
feathered

ShortDef

feathered

Debugging

Headword:
πτερίδιος
Headword (normalized):
πτερίδιος
Headword (normalized/stripped):
πτεριδιος
IDX:
77183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77184
Key:

Data

{'content': 'feathered'}