Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάσσω
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτερνισμός
View word page
πτελεών
elm-grove
ShortDef
elm-grove
Debugging
Headword:
πτελεών
Headword (normalized):
πτελεών
Headword (normalized/stripped):
πτελεων
IDX:
77182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77183
Key:
Data
{'content': 'elm-grove'}