Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πταρμικός
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάσσω
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
View word page
Πτελεόν
Pteleum

ShortDef

Pteleum

Debugging

Headword:
Πτελεόν
Headword (normalized):
πτελεόν
Headword (normalized/stripped):
πτελεον
IDX:
77181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77182
Key:

Data

{'content': 'Pteleum'}