Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτάξ
πταρμική
πταρμικός
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάσσω
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
View word page
πτελεάδες
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
πτελεάδες
Headword (normalized):
πτελεάδες
Headword (normalized/stripped):
πτελεαδες
IDX:
77179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77180
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}