Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πταλόν
πτάξ
πταρμική
πταρμικός
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάσσω
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
View word page
πτελέα
the elm
ShortDef
the elm
Debugging
Headword:
πτελέα
Headword (normalized):
πτελέα
Headword (normalized/stripped):
πτελεα
IDX:
77178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77179
Key:
Data
{'content': 'the elm'}