Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτακισμός
πτακωρέω
πταλόν
πτάξ
πταρμική
πταρμικός
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάσσω
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
View word page
πτεκάς
cowering
ShortDef
cowering
Debugging
Headword:
πτεκάς
Headword (normalized):
πτεκάς
Headword (normalized/stripped):
πτεκας
IDX:
77176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77177
Key:
Data
{'content': 'cowering'}