Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτακάλα
πτάκις
πτακισμός
πτακωρέω
πταλόν
πτάξ
πταρμική
πταρμικός
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάσσω
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
View word page
πτάσσω
shrink back in awe

ShortDef

shrink back in awe

Debugging

Headword:
πτάσσω
Headword (normalized):
πτάσσω
Headword (normalized/stripped):
πτασσω
IDX:
77174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77175
Key:

Data

{'content': 'shrink back in awe'}