Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτακάδις
πτακάλα
πτάκις
πτακισμός
πτακωρέω
πταλόν
πτάξ
πταρμική
πταρμικός
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάσσω
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
View word page
πτάρνυμαι
to sneeze
ShortDef
to sneeze
Debugging
Headword:
πτάρνυμαι
Headword (normalized):
πτάρνυμαι
Headword (normalized/stripped):
πταρνυμαι
IDX:
77173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77174
Key:
Data
{'content': 'to sneeze'}