Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πταίρω
πταῖσμα
πταιστός
πταίω
πτακάδις
πτακάλα
πτάκις
πτακισμός
πτακωρέω
πταλόν
πτάξ
πταρμική
πταρμικός
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάσσω
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
View word page
πτάξ
cowering
ShortDef
cowering
Debugging
Headword:
πτάξ
Headword (normalized):
πτάξ
Headword (normalized/stripped):
πταξ
IDX:
77169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77170
Key:
Data
{'content': 'cowering'}