Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωποθυτέω
ἀνθρωποκομικός
ἀνθρωποκτονέω
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολάτρης
ἀνθρωπόλεθρος
ἀνθρωπόλιχνος
ἀνθρωπολογέω
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπομάγειρος
ἀνθρωπόμιμος
ἀνθρωπόμορφος
ἀνθρωπονομικός
ἀνθρωπόνοος
ἀνθρωπόομαι
ἀνθρωποπάθεια
ἀνθρωποπαθέω
ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
View word page
ἀνθρωπομάγειρος
one who cooks human flesh

ShortDef

one who cooks human flesh

Debugging

Headword:
ἀνθρωπομάγειρος
Headword (normalized):
ἀνθρωπομάγειρος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπομαγειρος
IDX:
7716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7717
Key:

Data

{'content': 'one who cooks human flesh'}