Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πταῖμα
πταίρω
πταῖσμα
πταιστός
πταίω
πτακάδις
πτακάλα
πτάκις
πτακισμός
πτακωρέω
πταλόν
πτάξ
πταρμική
πταρμικός
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάσσω
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
πτελέα
View word page
πταλόν
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
πταλόν
Headword (normalized):
πταλόν
Headword (normalized/stripped):
πταλον
IDX:
77168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77169
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}