Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτώλη
πταῖμα
πταίρω
πταῖσμα
πταιστός
πταίω
πτακάδις
πτακάλα
πτάκις
πτακισμός
πτακωρέω
πταλόν
πτάξ
πταρμική
πταρμικός
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάσσω
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
View word page
πτακωρέω
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
πτακωρέω
Headword (normalized):
πτακωρέω
Headword (normalized/stripped):
πτακωρεω
IDX:
77167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77168
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}