Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτρίς
Πρωτώ
πρωτώλη
πταῖμα
πταίρω
πταῖσμα
πταιστός
πταίω
πτακάδις
πτακάλα
πτάκις
πτακισμός
πτακωρέω
πταλόν
πτάξ
πταρμική
πταρμικός
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάσσω
πταώτην
View word page
πτάκις
cowering
ShortDef
cowering
Debugging
Headword:
πτάκις
Headword (normalized):
πτάκις
Headword (normalized/stripped):
πτακις
IDX:
77165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77166
Key:
Data
{'content': 'cowering'}