Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτόχυτος
πρωτοψάλτης
πρωτρίς
Πρωτώ
πρωτώλη
πταῖμα
πταίρω
πταῖσμα
πταιστός
πταίω
πτακάδις
πτακάλα
πτάκις
πτακισμός
πτακωρέω
πταλόν
πτάξ
πταρμική
πταρμικός
πταρμός
πτάρνυμαι
View word page
πτακάδις
timidly

ShortDef

timidly

Debugging

Headword:
πτακάδις
Headword (normalized):
πτακάδις
Headword (normalized/stripped):
πτακαδις
IDX:
77163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77164
Key:

Data

{'content': 'timidly'}