Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτόχρονος
πρωτόχυτος
πρωτοψάλτης
πρωτρίς
Πρωτώ
πρωτώλη
πταῖμα
πταίρω
πταῖσμα
πταιστός
πταίω
πτακάδις
πτακάλα
πτάκις
πτακισμός
πτακωρέω
πταλόν
πτάξ
πταρμική
πταρμικός
πταρμός
View word page
πταίω
to make to stumble

ShortDef

to make to stumble

Debugging

Headword:
πταίω
Headword (normalized):
πταίω
Headword (normalized/stripped):
πταιω
IDX:
77162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77163
Key:

Data

{'content': 'to make to stumble'}