Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτόχορος
πρωτοχρονέω
πρωτόχρονος
πρωτόχυτος
πρωτοψάλτης
πρωτρίς
Πρωτώ
πρωτώλη
πταῖμα
πταίρω
πταῖσμα
πταιστός
πταίω
πτακάδις
πτακάλα
πτάκις
πτακισμός
πτακωρέω
πταλόν
πτάξ
πταρμική
View word page
πταῖσμα
a stumble, trip, false step
ShortDef
a stumble, trip, false step
Debugging
Headword:
πταῖσμα
Headword (normalized):
πταῖσμα
Headword (normalized/stripped):
πταισμα
IDX:
77160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77161
Key:
Data
{'content': 'a stumble, trip, false step'}