Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτόχνοος
πρωτόχορος
πρωτοχρονέω
πρωτόχρονος
πρωτόχυτος
πρωτοψάλτης
πρωτρίς
Πρωτώ
πρωτώλη
πταῖμα
πταίρω
πταῖσμα
πταιστός
πταίω
πτακάδις
πτακάλα
πτάκις
πτακισμός
πτακωρέω
πταλόν
πτάξ
View word page
πταίρω
to sneeze
ShortDef
to sneeze
Debugging
Headword:
πταίρω
Headword (normalized):
πταίρω
Headword (normalized/stripped):
πταιρω
IDX:
77159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77160
Key:
Data
{'content': 'to sneeze'}