Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοφυής
πρωτοφύλαξ
πρωτόφυτος
πρωτόχνοος
πρωτόχορος
πρωτοχρονέω
πρωτόχρονος
πρωτόχυτος
πρωτοψάλτης
πρωτρίς
Πρωτώ
πρωτώλη
πταῖμα
πταίρω
πταῖσμα
πταιστός
πταίω
πτακάδις
πτακάλα
πτάκις
πτακισμός
View word page
Πρωτώ
Proto

ShortDef

Proto

Debugging

Headword:
Πρωτώ
Headword (normalized):
πρωτώ
Headword (normalized/stripped):
πρωτω
IDX:
77156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77157
Key:

Data

{'content': 'Proto'}