Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοφανής
Πρωτοφάνης
πρωτοφορέω
πρωτοφόρημα
πρωτοφυής
πρωτοφύλαξ
πρωτόφυτος
πρωτόχνοος
πρωτόχορος
πρωτοχρονέω
πρωτόχρονος
πρωτόχυτος
πρωτοψάλτης
πρωτρίς
Πρωτώ
πρωτώλη
πταῖμα
πταίρω
πταῖσμα
πταιστός
πταίω
View word page
πρωτόχρονος
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
πρωτόχρονος
Headword (normalized):
πρωτόχρονος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοχρονος
IDX:
77152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77153
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}