Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτουργός
πρωτοΰφαντος
πρωτοφαής
πρωτοφανής
Πρωτοφάνης
πρωτοφορέω
πρωτοφόρημα
πρωτοφυής
πρωτοφύλαξ
πρωτόφυτος
πρωτόχνοος
πρωτόχορος
πρωτοχρονέω
πρωτόχρονος
πρωτόχυτος
πρωτοψάλτης
πρωτρίς
Πρωτώ
πρωτώλη
πταῖμα
πταίρω
View word page
πρωτόχνοος
with the first down

ShortDef

with the first down

Debugging

Headword:
πρωτόχνοος
Headword (normalized):
πρωτόχνοος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοχνοος
IDX:
77149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77150
Key:

Data

{'content': 'with the first down'}