Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
πρωτοτυπία
πρωτότυπος
πρωτοϋδρέω
πρωτουργός
πρωτοΰφαντος
πρωτοφαής
πρωτοφανής
Πρωτοφάνης
πρωτοφορέω
πρωτοφόρημα
πρωτοφυής
πρωτοφύλαξ
πρωτόφυτος
πρωτόχνοος
πρωτόχορος
πρωτοχρονέω
πρωτόχρονος
πρωτόχυτος
πρωτοψάλτης
View word page
πρωτοφορέω
bear first

ShortDef

bear first

Debugging

Headword:
πρωτοφορέω
Headword (normalized):
πρωτοφορέω
Headword (normalized/stripped):
πρωτοφορεω
IDX:
77144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77145
Key:

Data

{'content': 'bear first'}