Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
πρωτοτυπία
πρωτότυπος
πρωτοϋδρέω
πρωτουργός
πρωτοΰφαντος
πρωτοφαής
πρωτοφανής
Πρωτοφάνης
πρωτοφορέω
πρωτοφόρημα
πρωτοφυής
πρωτοφύλαξ
πρωτόφυτος
πρωτόχνοος
πρωτόχορος
View word page
πρωτοΰφαντος
fresh from the loom, unused
ShortDef
fresh from the loom, unused
Debugging
Headword:
πρωτοΰφαντος
Headword (normalized):
πρωτοΰφαντος
Headword (normalized/stripped):
πρωτουφαντος
IDX:
77140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77141
Key:
Data
{'content': 'fresh from the loom, unused'}