Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοτοκία
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
πρωτοτυπία
πρωτότυπος
πρωτοϋδρέω
πρωτουργός
πρωτοΰφαντος
πρωτοφαής
πρωτοφανής
Πρωτοφάνης
πρωτοφορέω
πρωτοφόρημα
πρωτοφυής
πρωτοφύλαξ
πρωτόφυτος
πρωτόχνοος
View word page
πρωτουργός
primary

ShortDef

primary

Debugging

Headword:
πρωτουργός
Headword (normalized):
πρωτουργός
Headword (normalized/stripped):
πρωτουργος
IDX:
77139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77140
Key:

Data

{'content': 'primary'}