Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
πρωτοτυπία
πρωτότυπος
πρωτοϋδρέω
πρωτουργός
πρωτοΰφαντος
πρωτοφαής
πρωτοφανής
Πρωτοφάνης
πρωτοφορέω
πρωτοφόρημα
View word page
πρωτοτυπέω
to be primitive
ShortDef
to be primitive
Debugging
Headword:
πρωτοτυπέω
Headword (normalized):
πρωτοτυπέω
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτυπεω
IDX:
77135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77136
Key:
Data
{'content': 'to be primitive'}