Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
πρωτοτυπία
πρωτότυπος
πρωτοϋδρέω
πρωτουργός
πρωτοΰφαντος
πρωτοφαής
πρωτοφανής
Πρωτοφάνης
πρωτοφορέω
View word page
πρωτότροφος
first-reared
ShortDef
first-reared
Debugging
Headword:
πρωτότροφος
Headword (normalized):
πρωτότροφος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτροφος
IDX:
77134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77135
Key:
Data
{'content': 'first-reared'}