Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
πρωτοτυπία
πρωτότυπος
πρωτοϋδρέω
πρωτουργός
πρωτοΰφαντος
πρωτοφαής
πρωτοφανής
Πρωτοφάνης
View word page
πρωτότομος
first cut

ShortDef

first cut

Debugging

Headword:
πρωτότομος
Headword (normalized):
πρωτότομος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτομος
IDX:
77133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77134
Key:

Data

{'content': 'first cut'}