Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτόσφακτος
πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
πρωτοτυπία
πρωτότυπος
πρωτοϋδρέω
πρωτουργός
πρωτοΰφαντος
πρωτοφαής
πρωτοφανής
View word page
πρωτότοκος
first-born
ShortDef
first-born
Debugging
Headword:
πρωτότοκος
Headword (normalized):
πρωτότοκος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτοκος
IDX:
77132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77133
Key:
Data
{'content': 'first-born'}