Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοστατέω
πρωτοστάτης
πρωτοστολιστής
πρωτοστρατηγία
πρωτόσφακτος
πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
πρωτοτυπία
πρωτότυπος
πρωτοϋδρέω
View word page
πρωτοτοκέω
bear first

ShortDef

bear first

Debugging

Headword:
πρωτοτοκέω
Headword (normalized):
πρωτοτοκέω
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτοκεω
IDX:
77128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77129
Key:

Data

{'content': 'bear first'}