Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτοστάσιον
πρωτοστατέω
πρωτοστάτης
πρωτοστολιστής
πρωτοστρατηγία
πρωτόσφακτος
πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
πρωτοτυπία
πρωτότυπος
View word page
πρωτοτοκεύω
invest with the privilege of primogeniture
ShortDef
invest with the privilege of primogeniture
Debugging
Headword:
πρωτοτοκεύω
Headword (normalized):
πρωτοτοκεύω
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτοκευω
IDX:
77127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77128
Key:
Data
{'content': 'invest with the privilege of primogeniture'}