Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτόστακτος
πρωτοστασία
πρωτοστάσιον
πρωτοστατέω
πρωτοστάτης
πρωτοστολιστής
πρωτοστρατηγία
πρωτόσφακτος
πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
View word page
πρωτότμητος
first cut

ShortDef

first cut

Debugging

Headword:
πρωτότμητος
Headword (normalized):
πρωτότμητος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτμητος
IDX:
77125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77126
Key:

Data

{'content': 'first cut'}