Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοσπόρος
πρωτόστακτος
πρωτοστασία
πρωτοστάσιον
πρωτοστατέω
πρωτοστάτης
πρωτοστολιστής
πρωτοστρατηγία
πρωτόσφακτος
πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
View word page
πρωτότευκτος
first-fashioned

ShortDef

first-fashioned

Debugging

Headword:
πρωτότευκτος
Headword (normalized):
πρωτότευκτος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτευκτος
IDX:
77124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77125
Key:

Data

{'content': 'first-fashioned'}