Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποείκελος
ἀνθρώποθεν
ἀνθρωποθηρία
ἀνθρωπόθυμος
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποθυτέω
ἀνθρωποκομικός
ἀνθρωποκτονέω
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολάτρης
ἀνθρωπόλεθρος
ἀνθρωπόλιχνος
ἀνθρωπολογέω
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπομάγειρος
ἀνθρωπόμιμος
ἀνθρωπόμορφος
ἀνθρωπονομικός
ἀνθρωπόνοος
View word page
ἀνθρωποκτόνος
murdering men, a homicide

ShortDef

murdering men, a homicide

Debugging

Headword:
ἀνθρωποκτόνος
Headword (normalized):
ἀνθρωποκτόνος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποκτονος
IDX:
7710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7711
Key:

Data

{'content': 'murdering men, a homicide'}