Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
πρωτοποιητικός
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
πρωτοπόρος
πρωτόποσις
πρωτοπραξία
πρωτοπρεσβύτερος
πρωτοραβδοῦχος
πρωτόρριζος
πρωτόρρυτος
πρωτός
πρῶτος
Πρῶτος
πρωτοσέληνος
πρωτοσπόρος
πρωτόστακτος
πρωτοστασία
View word page
πρωτοπρεσβύτερος
chief elder

ShortDef

chief elder

Debugging

Headword:
πρωτοπρεσβύτερος
Headword (normalized):
πρωτοπρεσβύτερος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπρεσβυτερος
IDX:
77106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77107
Key:

Data

{'content': 'chief elder'}