Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
πρωτοποιητικός
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
πρωτοπόρος
πρωτόποσις
πρωτοπραξία
πρωτοπρεσβύτερος
πρωτοραβδοῦχος
πρωτόρριζος
πρωτόρρυτος
πρωτός
πρῶτος
Πρῶτος
πρωτοσέληνος
πρωτοσπόρος
View word page
πρωτόποσις
a woman who still has her first husband

ShortDef

a woman who still has her first husband

Debugging

Headword:
πρωτόποσις
Headword (normalized):
πρωτόποσις
Headword (normalized/stripped):
πρωτοποσις
IDX:
77104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77105
Key:

Data

{'content': 'a woman who still has her first husband'}