Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
πρωτοποιητικός
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
πρωτοπόρος
πρωτόποσις
πρωτοπραξία
πρωτοπρεσβύτερος
πρωτοραβδοῦχος
πρωτόρριζος
πρωτόρρυτος
πρωτός
πρῶτος
Πρῶτος
πρωτοσέληνος
View word page
πρωτοπόρος
taking one's first voyage
ShortDef
taking one's first voyage
Debugging
Headword:
πρωτοπόρος
Headword (normalized):
πρωτοπόρος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπορος
IDX:
77103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77104
Key:
Data
{'content': "taking one's first voyage"}