Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
πρωτοποιητικός
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
πρωτοπόρος
πρωτόποσις
πρωτοπραξία
πρωτοπρεσβύτερος
πρωτοραβδοῦχος
πρωτόρριζος
πρωτόρρυτος
View word page
πρωτοποιητικός
Prime Cause
ShortDef
Prime Cause
Debugging
Headword:
πρωτοποιητικός
Headword (normalized):
πρωτοποιητικός
Headword (normalized/stripped):
πρωτοποιητικος
IDX:
77099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77100
Key:
Data
{'content': 'Prime Cause'}