Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγριότης
ἀγριόφαγρος
ἀγριοφανής
ἀγριόφυτα
ἀγριόφωνος
ἀγριόχοιρος
ἀγριοψωρία
ἀγριόω
Ἀγρίππας
Ἀγριππιασταί
ἄγριππος
ἀγρίς
ἀγρίτης
ἀγρίφη
ἀγριώδης
ἀγριωπός
ἀγροβόας
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
View word page
ἄγριππος
wild olive
ShortDef
wild olive
Debugging
Headword:
ἄγριππος
Headword (normalized):
ἄγριππος
Headword (normalized/stripped):
αγριππος
IDX:
770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-771
Key:
Data
{'content': 'wild olive'}