Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
πρωτοποιητικός
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
πρωτοπόρος
πρωτόποσις
πρωτοπραξία
πρωτοπρεσβύτερος
πρωτοραβδοῦχος
πρωτόρριζος
View word page
πρωτόπλους
going to sea for the first time
ShortDef
going to sea for the first time
Debugging
Headword:
πρωτόπλους
Headword (normalized):
πρωτόπλους
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπλους
IDX:
77098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77099
Key:
Data
{'content': 'going to sea for the first time'}