Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
πρωτοποιητικός
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
πρωτοπόρος
πρωτόποσις
πρωτοπραξία
πρωτοπρεσβύτερος
πρωτοραβδοῦχος
View word page
πρωτοπλόος
sailing
ShortDef
sailing
Debugging
Headword:
πρωτοπλόος
Headword (normalized):
πρωτοπλόος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπλοος
IDX:
77097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77098
Key:
Data
{'content': 'sailing'}