Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
πρωτοποιητικός
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
πρωτοπόρος
πρωτόποσις
πρωτοπραξία
πρωτοπρεσβύτερος
View word page
πρωτόπλοος
going to sea for the first time; sailing in the front line
ShortDef
going to sea for the first time; sailing in the front line
Debugging
Headword:
πρωτόπλοος
Headword (normalized):
πρωτόπλοος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπλοος
IDX:
77096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77097
Key:
Data
{'content': 'going to sea for the first time; sailing in the front line'}