Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
πρωτοποιητικός
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
πρωτοπόρος
πρωτόποσις
View word page
πρωτόπλαστος
first-formed
ShortDef
first-formed
Debugging
Headword:
πρωτόπλαστος
Headword (normalized):
πρωτόπλαστος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπλαστος
IDX:
77094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77095
Key:
Data
{'content': 'first-formed'}