Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτόνεως
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
πρωτοποιητικός
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
πρωτοπόρος
View word page
πρωτοπήμων
first cause of ill

ShortDef

first cause of ill

Debugging

Headword:
πρωτοπήμων
Headword (normalized):
πρωτοπήμων
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπημων
IDX:
77093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77094
Key:

Data

{'content': 'first cause of ill'}