Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτόμφαλον
πρωτόνεως
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
πρωτοποιητικός
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
View word page
πρωτόπειρος
making the first trial, a novice

ShortDef

making the first trial, a novice

Debugging

Headword:
πρωτόπειρος
Headword (normalized):
πρωτόπειρος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπειρος
IDX:
77092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77093
Key:

Data

{'content': 'making the first trial, a novice'}