Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτομυσής
πρωτομύστης
πρωτόμφαλον
πρωτόνεως
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
πρωτοποιητικός
πρωτόπολις
View word page
πρωτοπατρίκιος
first patrician

ShortDef

first patrician

Debugging

Headword:
πρωτοπατρίκιος
Headword (normalized):
πρωτοπατρίκιος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπατρικιος
IDX:
77090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77091
Key:

Data

{'content': 'first patrician'}