Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτόμορος
πρωτομυσής
πρωτομύστης
πρωτόμφαλον
πρωτόνεως
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
πρωτοποιητικός
View word page
πρωτόπαλος
a member of the πρῶτος πᾶλος (πᾶλος ΙΙ)
ShortDef
a member of the πρῶτος πᾶλος (πᾶλος ΙΙ)
Debugging
Headword:
πρωτόπαλος
Headword (normalized):
πρωτόπαλος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπαλος
IDX:
77089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77090
Key:
Data
{'content': 'a member of the πρῶτος πᾶλος (πᾶλος ΙΙ)'}