Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρωτόμοιρος
πρωτόμορος
πρωτομυσής
πρωτομύστης
πρωτόμφαλον
πρωτόνεως
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
πρωτόπλους
View word page
πρωτοπαθής
affected first
ShortDef
affected first
Debugging
Headword:
πρωτοπαθής
Headword (normalized):
πρωτοπαθής
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπαθης
IDX:
77088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77089
Key:
Data
{'content': 'affected first'}