Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτόμισθος
πρωτόμοιρος
πρωτόμορος
πρωτομυσής
πρωτομύστης
πρωτόμφαλον
πρωτόνεως
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοπλόος
View word page
πρωτοπαθέω
to be primarily affected

ShortDef

to be primarily affected

Debugging

Headword:
πρωτοπαθέω
Headword (normalized):
πρωτοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπαθεω
IDX:
77087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77088
Key:

Data

{'content': 'to be primarily affected'}