Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πρωτομέδεια
πρωτόμισθος
πρωτόμοιρος
πρωτόμορος
πρωτομυσής
πρωτομύστης
πρωτόμφαλον
πρωτόνεως
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
View word page
πρωτοπάθεια
primary affection

ShortDef

primary affection

Debugging

Headword:
πρωτοπάθεια
Headword (normalized):
πρωτοπάθεια
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπαθεια
IDX:
77086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77087
Key:

Data

{'content': 'primary affection'}