Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πρωτόμαχος
Πρωτομέδεια
πρωτόμισθος
πρωτόμοιρος
πρωτόμορος
πρωτομυσής
πρωτομύστης
πρωτόμφαλον
πρωτόνεως
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
View word page
πρωτοπαγής
just put together, new-made
ShortDef
just put together, new-made
Debugging
Headword:
πρωτοπαγής
Headword (normalized):
πρωτοπαγής
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπαγης
IDX:
77085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77086
Key:
Data
{'content': 'just put together, new-made'}