Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
πρωτοκτίστης
πρωτόκτιστος
πρωτοκτόνος
πρωτοκύμων
πρωτοκύων
πρωτοκωμήτης
πρωτόλεια
πρωτολεχής
πρωτόληνα
πρωτολογία
πρωτολόγιμος
πρωτολόγος
πρωτολοχία
πρωτόμαντις
View word page
πρωτοκύμων
pregnant for the first time

ShortDef

pregnant for the first time

Debugging

Headword:
πρωτοκύμων
Headword (normalized):
πρωτοκύμων
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκυμων
IDX:
77063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77064
Key:

Data

{'content': 'pregnant for the first time'}